πακιάλιον

Revision as of 12:11, 6 February 2021 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

τό, A = φακιάλιον, Sammelb.7033.45 (v A. D.), PMasp.6 ii 66 (vi A. D.).

Greek Monolingual

το / φακιόλιον, ΝΜΑ, και φακεόλιον και φακεώλιον και φακιώλιον και φακιάλιον και φακιάριον και πακιάλιον Α
είδος γυναικείου κεφαλόδεσμου, αλλ. μαντίλα, τσεμπέρι, τουλπάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. faciale «μαντίλι» < λατ. facies «όψη, πρόσωπο»].