glotón
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
Spanish > Greek
ἐδώς, ἀδηφάγος, γάστρων, γαστρίμαργος, ἐνθεσίψωμος, ἐνθεσίδουλος, δουλογάστριος, γλίσχρων, γαστροβόρος, γαστερόπληξ, ἀριστητικός, ἀριστητής, γάστωρ, γάστρις, βορός