νεοσσίον
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
English (LSJ)
Att. νεοττίον (later νοσσίον Lyr.in Philol.80.336), τό, Dim. of νεοσσός,
A nestling, chick, Arist.HA536a30: metaph., τοῦ πατρὸς νεοσσίον 'chip off the old block, chip of the old block, chip off the block', Ar.Av.767, cf. Thphr.Char.2.6.
2 yolk of an egg, Men.42 (prob.), Diph.121, Hsch.
Greek Monolingual
νεοσσίον και νοσσίον, (το ΑΜ, Α και νεόσσιον και αττ. τ. νεοττίον και νεόττιον) νεοσσός)]
μικρός νεοσσός, πουλάκι («πλὴν ἡ θήλεια παύεται ὅταν ἐπωάζῃ τὰ νεόττια αὐτῆς», Αριστοτ.)
αρχ.
1. κρόκος αβγού
2. φρ. «πατρὸς νεοττίον» — παιδί που σε όλα είναι όμοιο με τον πατέρα του.
Greek Monotonic
νεοσσίον: Αττ. νεοττίον, τό, υποκορ. του νεοσσός, νεοττός, κλωσόπουλο, πουλάκι, κοτοπουλάκι, νέο πτηνό που μόλις έχει εκκολαφθεί, σε Αριστοφ.