ἐμβατός

From LSJ
Revision as of 16:55, 19 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "nisi leg." to "nisi leg.")

Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu

Menander, Monostichoi, 355
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμβᾰτός Medium diacritics: ἐμβατός Low diacritics: εμβατός Capitals: ΕΜΒΑΤΟΣ
Transliteration A: embatós Transliteration B: embatos Transliteration C: emvatos Beta Code: e)mbato/s

English (LSJ)

όν (-ή, όν Lib.Decl.18.35), A passable, accessible, Plb.34.5.2 (nisi leg. ἐμβαδόν), D.S.1.57 (nisi leg. εὐβ.), D.H.1.79. II ἐμβατή, , bath, Dsc.Eup.2.59, Sch.Ar.Eq.1057, Hsch. s.v. πύελος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμβᾰτός: -όν, εἰς ὃν δύναταί τις νὰ ἔμβῃ, πορεύσιμος, ὁδεύσιμος, Πολύβ. 34. 5, 2, Διόδ. 1. 57, κτλ.

Spanish (DGE)

(ἐμβᾰτός) -όν

• Alolema(s): ἔμβ- AP 8.216 (Gr.Naz.); frec. pap. e inscr. ἐνβ-

• Morfología: [fem. -ή Dsc.Eup.2.59, Aët.9.23, Lib.Decl.18.35]
I transitable, accesible ἡ Βρεττανική Plb.34.5.2 (cód.), cf. D.H.1.79, AP 16.95 (Damag.), θάλασσα Lib.l.c., c. dat. τὴν Δῆλον ... ἀπέφηναν ἐμβατὸν πᾶσιν Ἕλλησι καὶ βαρβάροις Aristid.Or.38.12, οὐκέτι ... ἐμβατὰ ταῦτα λύκοις AP 16.123
fig. πάντα φιλοχρύσοις ἔμβατα todo es accesible para los que aman el oro ref. a los profanadores de tumbas AP l.c.
II subst. ἡ ἐμβατή
1 bañera Dsc.l.c., Gal.13.252, θερμοτέρα ἐ. Aët.9.23, Hsch.s.u. πύελος, CPR 9.69.13 (VI/VII d.C.).
2 sepulcro, sarcófago τὰς ἐν δεξιοῖς ἐνβατάς IGBulg.3.997 (Filipópolis II d.C.), ἐν τῇ μέσῃ ἐνβάτῃ IPompeiopolis 32.10 (imper.), cf. Ἀρχ.Δελτ. 21.1966.335 (Salónica, imper.).

Greek Monolingual

ἐμβατός, -όν και ἐμβατός, -ή, -όν (AM)
αρχ.
διαβατός, πορεύσιμος
μσν.
το θηλ. ως ουσ.ἐμβατή
λεκάνη λουτρού, μπανιέρα.

Russian (Dvoretsky)

ἐμβᾰτός: и ἔμβᾰτος 2 доступный (ἡ Βρεττανική - v. l. ἐμβαδόν Polyb.; χώρα τινί Diod.).