εχθρεύομαι
From LSJ
Γυναικὶ δ' ἄρχειν οὐ δίδωσιν ἡ φύσις → Natura quippe feminae imperium negat → Der Frau jedoch versagt zu herrschen die Natur
Greek Monolingual
και εχτρεύομαι και οχτρεύομαι (ΑΜ ἐχθρεύω, Μ και ἐχθρεύομαι και ἐχθρεύγω και ὀχθρεύγω και ὀχθρεύω και ὀχτρεύω) εχθρός
διάκειμαι εχθρικά προς κάποιον, αισθάνομαι μίσος για κάποιον, αποστρέφομαι κάποιον (α. «εχθρεύεται όλο τον κόσμο» β. «ἐχθρεύσω τοῖς ἐχθροῑς σου», ΠΔ)
μσν.
(μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ἐχθρεμένος, -η, -ο και ὀχθρεμένος, -η, -ο
α) εχθρικός
β) μισητός.