πρόστιμο

From LSJ
Revision as of 18:10, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source

Greek Monolingual

το / πρόστιμον ΝΑ
νεοελλ.
1. ποινή που συνίσταται στην καταβολή χρηματικού ποσού από υπαλλήλους που υπέπεσαν σε πειθαρχικό παράπτωμα, καθώς και το ίδιο το χρηματικό ποσό
2. (ποιν. δίκ.) χρηματική, πταισματική ποινή, επιβαλλόμενη από δικαστήριο, το ποσό της οποίας αναπροσαρμόζεται κατά καιρούς
αρχ.
χρηματική ποινή που επιβαλλόταν μετά από δικαστική απόφαση ή από τον νόμο («τοιάδε τοῖς κακῶς βουλευομένοις δίδωσι τὰ πρόστιμα ἡ δίκη», Αιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + τιμή.