εφηγούμαι
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
ἐφηγοῦμαι, -έομαι (Α)
1. (με δοτ. προσ.) οδηγώ σε κάποιο τόπο
2. (ειδ. ως αττ. δικανικός όρος) οδηγώ τον δικαστικό άρχοντα στο μέρος όπου κρύβεται κακούργος τον οποίο εγώ δεν τολμώ να συλλάβω («τοῑς ἄρχουσιν ἐφηγοῡ», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἡγοῦμαι].