ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
γυμνοδερκοῦμαι (-έομαι) (Α)
εμφανίζομαι γυμνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυμνός + (θ.) δερκ- τοῦ ρ. δέρκομαι «κοιτάζω, βλέπω»].