κοινωνώ

From LSJ
Revision as of 16:30, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → Hominem non velle significat silentium → Das Schweigen zeugt davon, dass der, der schweigt, nicht will

Menander, Monostichoi, 223

Greek Monolingual

-άω (AM κοινωνῶ, -έω, Α και δωρ. τ. κοινανῶ)
έχω ή κάνω κάτι από κοινού με άλλον ή άλλους, παίρνω μέρος σε κάτι, συμμετέχω
νεοελλ.-μσν.
1. (μτβ.) (για ιερέα) μεταλαβαίνω κάποιον («ήλθε ο παπάς και τον κοινώνησε»)
2. (αμτβ.) παίρνω θεία μετάληψη, θεία κοινωνία, μεταλαβαίνω («νηστεύει, γιατί θα κοινωνήσει»)
μσν.
1. δίνω μερίδιο ενός πράγματος, προσφέρω
2. μέσ. κοινωνοῦμαι, -έομαι
μεταλαβαίνω
μσν.-αρχ.
συνουσιάζομαι
αρχ.
1. έχω μερίδιο
2. έχω σχέσεις, δοσοληψίες με κάποιον
3. συγκατανεύω, συμφωνώ με κάποιον
4. συγκοινωνώ, συνάπτομαι, συνδέομαι
5. αποτελώ κοινότητα
6. δίνω μερίδιο
7. παθ. ενώνομαι με κάτι, συνενώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινών, -ῶνος, παρ. του κοινός.