θηριώ
From LSJ
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
Greek Monolingual
θηριῶ, -όω (ΑΜ) θηρίο
μσν.
(η μτχ. παθ. παρακ. ως επίθ.) θηριωμένος και θεριωμένος, -η, -ο
αυτός που ανήκει σε θηρίο, ο θηριώδης
αρχ.
1. μεταβάλλω κάποιον σε θηρίο
2. (για τόπους) είμαι γεμάτος φίδια, ερπετά
3. (ιατρ. για πληγές) γίνομαι κακοήθης, κακοφορμίζω
4. παθ. (για ζώα) θηριοῦμαι, -όομαι
γίνομαι τέλειο θηρίο, αυξάνομαι, παύω να είμαι νεοσσός, θεριεύω
5. μέσ. μτφ. για πρόσ. γίνομαι θηριώδης, άγριος, εξαγριώνομαι.