εφηλώνω
From LSJ
ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself
ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself
και εφηλώ (Α ἐφηλῶ, -όω) έφηλος
καρφώνω, προσηλώνω, καθηλώνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο
αρχ.
παθ. ἐφηλοῦμαι, -όομαι
α) καρφώνομαι στερεά
β) μτφ. εγκαθίσταμαι οριστικά («τῶνδ' ἐφήλωται τορῶς γόμφος διαμπάξ», Αισχύλ.).