πανουργώ

From LSJ
Revision as of 16:35, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460

Greek Monolingual

-έω, Α πανούργος
1. είμαι ικανός να διαπράξω κάθε απάτη, είμαι πανούργος, δόλιος, απατεώνας («ὅσια πανουργήσασα» — αφού τόλμησε να διαπράξει ένα δίκαιο έγκλημα, Σοφ.)
2. παθ. πανουργοῦμαι, -έομαι- νοθεύομαι, παραποιούμαι, αναμιγνύομαι με ξένες ουσίες.