στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
(I)
-όω, ΜΑ
βλ. ψυχώνω.
(II)
-όω, Α ψύχος
(συν. το παθ.) ψυχοῦμαι, -όομαι
γίνομαι ψυχρός, κρύος («θερμανθὲν καὶ αὖθις ψυχωθέν», Ιπποκρ.).