εξισώνω

From LSJ
Revision as of 18:07, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡσθαι" to "οῦσθαι")

Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt

Menander, Monostichoi, 322

Greek Monolingual

(AM έξισῶ, -όω)
1. κάνω κάτι ίσο με κάτι άλλο («καὶ τὸν λόγον ἐξισῶσαι τοῖς τηλοικούτοις ἔργοις», Διόδ. Σικ.)
2. έρχομαι στην ίδια κατάσταση με κάποιον άλλοὅκως ἄν ἐξισωθείη τῷ Ἑλληνικῷ τὸ Περσικόν», Ηρόδ.)
3. παθ. είμαι εφάμιλλος, έχω την ίδια αξία («πειρᾱσθε χρηστοὺς ὑμᾱς αὐτοὺς παρέχοντες ἐξισοῦσθαι τοῖς προέχουσιν», Ισοκρ.)
αρχ.-μσν.
ισοπεδώνω («ἐξισωθέντος τοῦ μέχρι τῶν τειχῶν διαστήματος»)
αρχ.
1. φέρνω στο ίδιο επίπεδο
2. είμαι ίσος, όμοιος («μητρὶ δ' οὐδέν ἐξισοῑ», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ισώ (< ίσος)].