ευνουχίας
From LSJ
Sophocles, Fragment 698
Greek Monolingual
εὐνουχίας, ὁ (Α) ευνούχος
1. αυτός που μοιάζει με ευνούχο, ο ανίκανος για συνουσία («ἄγονοι γίγνονται καὶ γυναῑκες καὶ ἄνδρες
ὥστε τὰς μὲν μὴ ἡβᾱν, τοὺς δὲ μὴ γενειᾱν ἀλλ' εὐνουχίας διατελεῖν ὄντας», Αριστοτ.)
2. μτφ. είδος πεπονιού χωρίς σπόρους
3. φρ. «εὐνουχίαι κάλαμοι» — καλάμια χωρίς θύσανο
4. είδος φοινικοφόρων δένδρων.