επίμονος
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐπίμονος, -ον) επιμένω
αυτός που παραμένει σταθερός σε κάτι, που δεν αλλάζει γνώμη (α. «επίμονη προσπάθεια» β. «κατὰ πᾱσαν περίστασιν ἐπίμονον γενέσθαι τῇ γνώμῃ», Πολ.)
νεοελλ.
1. πείσμων, αμετάπειστος
2. εκείνος που συνεχίζεται με την ίδια ένταση (α. «επίμονοι πόνοι» β. «επίμονη βροχή»)
αρχ.
όποιος παραμένει πολύ καιρό σ’ έναν τόπο («ἐπίμονον ποιεῖν τὸν στρατηγόν»).