υπόνομος
Greek Monolingual
ο / ὑπόνομος, -ον, ΝΑ, και θηλ. υπόνομος, η, Ν
το αρσ. ως ουσ.
1. υπόγειος οχετός ή υπόγεια στοά για την αποχέτευση τών ακάθαρτων και όμβριων υδάτων
2. υπόγειο πέρασμα (α. «οι πολιορκούμενοι επικοινωνούσαν με τις άλλες πόλεις με υπονόμους» β. «οὐκέτι ὑπονόμοις, ἀλλ' ἤδη μηχαναῑς αἱρεῖν τὴν πολιτείαν», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. (το αρσ. και το θηλ.) α) κάθετη οπή που διανοίγεται σε πέτρωμα, όπου τοποθετούνται εκρηκτικές ύλες και ανατινάσσονται σε εργασίες εκβραχισμών ή σε λατομεία, κν. μίνα
β) στρ. υπόγεια στοά γεμάτη με εκρηκτικές ύλες, που διανοίγεται από τους πολιορκητές κάτω από οχυρωματικό έργο του εχθρού με σκοπό την ανατίναξή του, κν. λαγούμι
2. μτφ. βρομερό, σιχαμερό πράγμα («το στόμα του είναι σκέτος υπόνομος»)
αρχ.
ως επίθ.
1. ο σκαμμένος υπογείως («χώρα ὑπόνομος πυρὶ καὶ ὕδατι», Στράβ.)
2. αυτός που εκτείνεται κάτω από τη γη, υπόγειος («ἄντρον ὑπόνομον», Στράβ.)
3. το αρσ. ως ουσ. α) φλέβα ορυκτού
β) οχετός για τη διέλευση πόσιμου νερού, υδραγωγός
4. φρ. «ὑπόνομον ἕλκος» — πληγή που εκτείνεται κάτω από το δέρμα χωρίς να φαίνεται εξωτερικά (Διοσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -νομος].