αποχωρώ
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
Greek Monolingual
(AM ἀποχωρῶ, -έω)
1. απομακρύνομαι με τη θέληση μου, αναχωρώ
2. αποσύρομαι, παραιτούμαι
αρχ.
1. αποχωρώ μετά την ήττα, αποσύρομαι
2. (για τα περιττώματα) διέρχομαι, βγαίνω
3. (για τόπους) απέχω, είμαι μακριά
4. «ἀποχωρῶ εἴς τι ή ἐπί τι» — καταφεύγω
5. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ ἀποχωροῦν
περίττωμα, η ακαθαρσία.