ραθυμώ

From LSJ
Revision as of 14:25, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γύμναζε παῖδας· ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις → Exerce pueros: non exercebis virum → Mit Kindern übe, denn mit Männern ist's zu spät

Menander, Monostichoi, 104

Greek Monolingual

ῥαθυμῶ, -έω, ΝΜΑ, και ῥᾳθυμῶ Α ῥάθυμος
είμαι ράθυμος, μένω αδρανής χωρίς να εργάζομαι, τεμπελιάζω, αμελώ την εργασία μου («κατελήφθησάν τινες νυκτὸς ἐν τῇ στρατοπεδείᾳ ῥαθυμοῦν τες τὰ περὶ τὰς φυλακάς», Διόδ.)
νεοελλ.
1. επιθυμώ σφόδρα, ορέγομαι
2. θλίβομαι, στενοχωρούμαι
3. αραθυμώ, λιποθυμώ
4. περιμένω κάτι εναγωνίως, ανυπομονώ («και πεθυμώ και ραθυμώ να μάθω, να κατέχω», Ερωτόκρ.)
αρχ.
1. ξεκουράζομαι ξεχνώντας τις φροντίδες, αναπαύομαι («τῇ δ' ἑξῆς ἀναπαύεσθαι καὶ ῥαθυμεῖν», Πολ.)
2. παθ. ῥαθυμοῦμαι, -έομαι
παραμελούμαι, περιφρονούμαι.