βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
προθυμοποιοῦμαι, -έομαι, ΝΜΑ προθυμοποιός
νεοελλ.
προσφέρομαι πρόθυμα, δείχνω προθυμία
μσν.
ενεργ. προθυμοποιῶ, -έω
ενθαρρύνω
αρχ.
ενθαρρύνω («πολλοὺς καὶ τῶν ἄλλων προεθυμοποιοῦν
το εἰς τοὺς ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας κινδύνους», Διόδ.).