τροφέας
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
Greek Monolingual
ο / τροφεύς, -έως, ΝΜΑ
αυτός που παρέχει τροφή σε κάποιον
νεοελλ.
συνεκδ. γονέας
αρχ.
1. θετός πατέρας
2. (για γυναίκα) τροφός, παραμάννα
3. (σχετικά με ζώα) αυτός που έχει αναλάβει την ανατροφή κάποιου
4. αυτός που διατηρεί, που συντηρεί κάποιον («ἅρματος μὲν οὖν... οὔτε τις τροφεὺς ἡμῖν ἐστίν», Πλάτ.)
5. σωματοφύλακας ή δούλος
6. δάσκαλος
7. (για τόπο) αυτός στον οποίο ανατρέφεται, μεγαλώνει κάποιος («τροφέας παρέδωκε τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν», Αντιφ.)
8. μτφ. αυτός που υποβάλλει κάτι («πάσης κακίας πανδοκεῑ τε καὶ τροφεῑ», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροφός + κατάλ. -έας / -εύς].