ιεροκήρυκας

Revision as of 06:48, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ὑμῑν" to "ὑμῖν")

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ἱεροκῆρυξ, -υκος, Α δωρ. τ. ἱεροκᾱρυξ)
αυτός που κηρύσσει τον θείο λόγο
νεοελλ.
αρχιμανδρίτης, πρεσβύτερος ή λαϊκός θεολόγος, εντεταλμένος από την εκκλησιαστική αρχή να κηρύσσει τον λόγο του θεού
αρχ.
κήρυκας ή υπηρέτης σε θυσίαβούλομαι δ' ὑμῖν καὶ τὸν ἱεροκήρυκα καλέσαι», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + κήρυξ. Η λ. ήδη στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους χρησιμοποιείται για να δηλώσει αυτόν που κηρύσσει τον θείο λόγο].