Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κεραμέας

From LSJ
Revision as of 12:15, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡτο" to "οῦτο")
Menander, fragment 761

Greek Monolingual

ο (ΑΜ κεραμεύς, -έως) κέραμος
αυτός που κατεργάζεται τον πηλό για κατασκευή πήλινων αντικειμένων, κεραμουργός, κεραμοποιός
αρχ.
1. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Κεραμεῑς και (αττ. τ.) Κεραμῆς
ονομασία δήμου της Αττικής («Παυσανίας ὁ ἐκ Κεραμέων», Πλάτ.)
2. φρ. «κεραμέως πλοῦτος» ή «κεραμεὺς ἄνθρωπος» — κάθε σαθρό και επισφαλές πράγμα
3. παροιμ. «κεραμεύς κεραμεῑ κοτέει» — οι ομότεχνοι αλληλομισούνται (Ησίοδ.).