ακταίος
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
Greek Monolingual
ἀκταῖος, -α, -ον (Α) (κυρίως ως επίθ. τών μικρασιατικών πόλεων που βρίσκονταν απέναντι από τη Λέσβο
πρβλ. Θουκυδ. 1, 52)
1. παράλιος, παραθαλάσσιος
2. αυτός που κατοικεί ή ανήκει στην παραλία, στην ακτή
3. ἡ Ἀκταία γῆ, παλιά ονομασία της Αττικής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκτή (Ι).
ΠΑΡ. αρχ. ἀκταία.