δαμαῖος

From LSJ
Revision as of 12:55, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source

German (Pape)

[Seite 520] ὁ, der Bändiger, Poseidon, Pind. Ol. 13, 66.

Greek Monolingual

ο (Α Δαμαῖος)
νεοελλ.
βιολ. γένος ακάρεων
αρχ.
Δαμαῖος
επίκληση του Ποσειδώνος στην Κόρινθο, ιπποδαμαστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. επίθ. Δαμαίος < (θ.) δαμα- (πρβλ. αόρ. εδάμασα) του ρ. δάμνημι].

Russian (Dvoretsky)

δᾱμαῖος: ὁ укротитель (коня) (эпитет Посидона) Pind.