ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγή → deceit of gods by humans
σαρκοφαγῶ, -έω, ΝΑ σαρκοφάγοςείμαι σαρκοφάγος, τρώγω σάρκεςαρχ.1. τρώγω τις σάρκες κάποιου («σαρκοφαγοῦσι τὰς ζώων σάρκας», Διόδ.)2. φρ. «σαρκοφαγῶ μέλη» — κόβω σε κομμάτια, κατακόπτω (Ανθ. Παλ.).