στηθαίο
From LSJ
μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)
Greek Monolingual
το / στηθαῖον, ΝΜΑ
προστατευτικό προτείχισμα
νεοελλ.
1. προπέτασμα οχυρώματος πίσω από το οποίο στέκονται αυτοί που βάλλουν
2. κτιστό, ξύλινο ή μεταλλικό κατασκεύασμα προστασίας από πτώση μπροστά ή γύρω από κάτι, ύψους περίπου ώς το στήθος, αλλ. θωράκιο, κν. παραπέτο
μσν.-αρχ.
προμαχώνας, έπαλξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. ενός, αμάρτυρου στην Αρχαία, επιθ. στηθαῖος (< στῆθος + -αῖος)].