καλαμαῖος

Revision as of 14:10, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αῑα" to "αῖα")

English (LSJ)

α, ον, A of or in the cornstalks (καλάμαι): κᾰλᾰμαία, ἡ, a kind of grasshopper, μάντις ἁ κ. Theoc.10.18, cf. Sch., Hsch.: κᾰλᾰμαῖον, τό, a small τέττιξ, Paus.Gr.Frr.87,401, Hsch. s.v. κερκώπη. II Καλαμαῖα, τά, festival of Demeter and Persephone at Eleusis, IG22.949.9 (ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1306] α, ον, zum Schilfe, Rohre gehörig, im Rohre lebend; ἡ καλαμαία, sc. ἀκρίς, eine Heuschreckenart, auch μάντις genannt, Theocr. 10, 18. Nach Eust. 474, 44 brauchte man später ἡ καλαμαία = καλάμη. – Nach Hesych. ist τὸ καλαμαῖον = μικρὸν τεττίγιον.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de chaume ; qui vit sur le chaume particul. en parl. de la sauterelle, de la cigale ou de la mante religieuse.
Étymologie: καλάμη.

Greek Monolingual

καλαμαῖος, -α, -ον (Α)
1. αυτός που προέρχεται από το καλάμι ή που υπάρχει στο καλάμι του σιταριού
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ καλαμαία
είδος ακρίδας που αναπτύσσεται στο καλάμι
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ καλαμαῖον
μικρό τζιτζίκι
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Καλαμαῖα
εορτή της Δήμητρας και της Περσεφόνης στην Ελευσίνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλάμη + -αῖος (πρβλ. δαφν-αίος, λογχ-αίος)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλαμαῖος -α -ον [καλάμη] op halmen levend:. μάντις καλαμαία waarzegger op halmen (bidsprinkhaan) Theocr. 10.18.