σίλυβο

From LSJ
Revision as of 19:00, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542

Greek Monolingual

το / σίλυβον, ΝΑ, και σίλλυβον Α
λόγια ονομασία αγκαθωτού φυτού, κν. γνωστού σήμερα ως γαϊδουράγκαθο
αρχ.
στον πληθ. τὰ σίλλυβα
(κατά τον Ησύχ. και τον Πολυδ.) διακοσμημένες παρυφές ενδυμάτων ή άθροισμα ισομεγέθων νημάτων που δένονται μαζί σφιχτά στο ένα άκρο ενώ στο άλλο αφήνονται ελεύθερα, τα κρόσσια, οι θύσανοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. άγνωστης ετυμολ. που εμφανίζει επίθημα -βο-ς / -βο-ν (πρβλ. και σίσυ-βος «κροσσός, ιμάς, θύσανος», σίττυ-βον «μικρό δέρμα»). Χαρακτηριστικά του τ. είναι η μορφολογική του ποικιλία και οι σημασιολογικές του εναλλαγές (πρβλ. σίλλυβον, σίλλυβα, σίλλυβος). Η Λατινική έχει αντίστοιχο τ. silybum «άκανθος» (πρβλ. σίλυβον)].