ὀνειροσκόπος
From LSJ
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
German (Pape)
[Seite 346] Träume betrachtend und prüfend, Traumdeuter, Poll.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνειροσκόπος: -ον, ὁ ἑρμηνευτής, ἐξηγητὴς ὀνείρων, ὀνειροκρίτης, Πολυδ. Ζ΄, 188.
Greek Monolingual
ο (Α ὀνειροσκόπος)
ερμηνευτής τών ονείρων, ονειροκρίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνειρος + -σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. καιρο-σκόπος].