Οὔκ ἔστιν οὕτω μῶρος ὃς θανεῖν ἐρᾷ → No one is so foolish that they wish to die
βοστρυχοῦμαι (βοστρυχόομαι) (AM) βόστρυχοςέχω ή αποκτώ βοστρύχους.