φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
rizarse el pelo, Ach.Tat.1.19.1.
βοστρυχοῦμαι (βοστρυχόομαι) (AM) βόστρυχοςέχω ή αποκτώ βοστρύχους.