κραδιαῖος

From LSJ
Revision as of 14:21, 5 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "of or [[belonging to the " to "of or belonging to the [[")

Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht

Menander, Monostichoi, 282
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰδιαῖος Medium diacritics: κραδιαῖος Low diacritics: κραδιαίος Capitals: ΚΡΑΔΙΑΙΟΣ
Transliteration A: kradiaîos Transliteration B: kradiaios Transliteration C: kradiaios Beta Code: kradiai=os

English (LSJ)

α, ον, A of or belonging to the heart: metaph., κόσμου κ. κύκλον Procl.H.1.6. II made of fig-shoots, λίκνον Orph.Fr.199 (codd. Procl.); sed leg. το<ν> κ. Διόνυσον.

Greek (Liddell-Scott)

κραδιαῖος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς τὴν καρδίαν, Συνεσ. Ὕμν. 2. 29.

Greek Monolingual

(I)
κραδιαῖος, -αία, -ον (Α) κραδία
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καρδιά («κραδιαῑόν τι λόχευμα», Συνέσ.).
(II)
κραδιαῖος, -αία, -ον (Α) κράδη
κατασκευασμένος από ξύλο συκιάς.