γεγηθότως
From LSJ
κραδίη δέ μοι ἔξω στηθέων ἐκθρῴσκει → my heart is leaping forth from my bosom, be panic-stricken, my heart is beating outside my chest
English (LSJ)
Adv. pf. of γηθέω, A with joy, Hld.7.5, Ph.2.295.
German (Pape)
[Seite 477] (γηθέω), stendig, Heliod. 7, 5.
Greek (Liddell-Scott)
γεγηθότως: ἐπίρρ. πρκμ. τοῦ γηθέω, μετὰ χαρᾶς, ἐν ἀγαλλιάσει, Ἡλιόδ. 7. 5, Φίλων 2. 295.
Spanish (DGE)
adv. sobre el part. perf. de γηθέω alegremente Hld.7.5.3, Ph.2.295 (var.).
Greek Monolingual
γεγηθότως επίρρ. (AM)
ευχαρίστως, μετά χαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρημα σχηματισμένο βάσει του παρακμ. γέγηθα του ρ. γηθώ «χαίρομαι, ευχαριστιέμαι»].