προπρό
Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau
English (LSJ)
strengthd. for πρό, Prep. with gen., A before, A.R.3.453. II Adv. on and on, thoroughly, ib.1013,4.1235, Euph.94. More freq. in compds., v. infr.
German (Pape)
[Seite 741] das verstärkte πρό; als praepos. mit dem gen., An. Rh. 3, 453; – als adv., fort und fort, durchaus, Ap. Rh. 3, 1013; – häufiger in Zusammensetzungen. vgl. Schaef. ad D. Hal. de C. V. p. 188.
Greek (Liddell-Scott)
προπρό: κατ’ ἐπίτασιν ἀντὶ πρό, Πρόθ., μετὰ γεν., προπρὸ δ’ ἄρ’ ὀφθαλμῶν ἔτι οἱ ἰνδάλλετο πάντα Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 453. ΙΙ. ὡς ἐπίρρ., ὁλοσχερῶς, ἐντελῶς, προπρὸ δ’ ἀφειδήσασα, ὅλως μὴ πολυπραγμονήσασα, αὐτόθι 1013., 4. 1235· πρβλ. Heyne εἰς Χ. 221. ― Συνηθέστερον ἐν συνθέτοις, ἴδε κατωτ.
Greek Monolingual
Α
1. ως πρόθεση) επιτεταμένος τ. του προ
2. (ως επίρρ.) ολοσχερώς, εντελώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + πρό (πρβλ. περι-πρό)].