σπέργδην
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
Adv., (< σπέρχω) hastily, Hsch.
German (Pape)
[Seite 919] mit Eile, heftig, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
σπέργδην: Ἐπίρρ. (σπέρχω) μετὰ σπουδῆς, βιαστικά, «ἐρρωμένως» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. βιαστικά, γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπέρχομαι «βιάζομαι, κινούμαι οργισμένος» + επιρρμ. κατάλ. -δην (πρβλ. μίγ-δην)].