ταυρομαχία
English (LSJ)
ἡ, A bull-fight, OGI 533.45 (Ancyra, i A.D.), IGRom.3.631.14 (Xanthus).
German (Pape)
[Seite 1074] ἡ, Stiergefecht, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ταυρομᾰχία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, μάχη μετὰ ταύρου, Συλλ. Ἐπιγρ. 4039. 46, πρβλ. ταυροκαθάψια.
Greek Monolingual
η, ΝΑ
πάλη με ταύρους
νεοελλ.
αγωνιστικό θέαμα, πολύ αγαπητό στην Ισπανία, την Πορτογαλία, τη νότια Γαλλία και τη Λατινική Αμερική, κατά το οποίο, έπειτα από μια αγωνιστική διαδικασία με συγκεκριμένο τυπικό, ο ταυρομάχος σκοτώνει έναν ταύρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -μαχία (< -μάχος < μάχομαι), πρβλ. ξιφο-μαχία].