ἄκυλος
English (LSJ)
ὁ (ἡ, Theoc.5.94), the A acorn of Quercus ilex, given to swine with βάλανος, Od.10.242, Pherecr. 186, Arist.HA595a29, cf. Amphis 38, Thphr.HP3.16.3 :—used in games, Poll.9.103. II ornament or jewel in form of acorn, IG2.767b11 :—neut., ἄκυλον, τό, Ἐφ. Ἀρχ. 1895.70.
German (Pape)
[Seite 87] ἡ, die eßbare Eichel, Frucht der πρῖνος, Amphis bei Ath. II, 50 e, u. der ἀρία, Theophr. H. Pl. 3, 16; Hom. einmal, Od. 10, 242 πάρ ῥ' ἄκυλον βάλανόν τ' ἔβαλεν καρπόν τε κρανείης; Theocr. 5, 94; neben βάλανος Phereer. B. A. 373.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκῠλος: ὁ, εἶδος βαλάνου διδομένης εἰς τοὺς χοίρους μετὰ τῆς κοινῆς βαλάνου, Ὀδ. Κ. 242, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 6, 4: - ὁ καρπὸς τοῦ πρίνου, Ἄμφις ἐν Ἀδήλ. 6· πρβλ. Θεοφρ. Ἱ. Φ. 3. 16. 3. (ἴσως ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς τὸ Σανσκρ. âç (edere, ἐσθίειν)).
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
gland comestible, fruit.
Étymologie: DELG orig. obsc.
English (Autenrieth)
Spanish (DGE)
(ἄκῠλος) -ου, ἡ
• Alolema(s): hάκ- IG 13.387.69 (V a.C.)
• Prosodia: [ᾰ-]
1 bellota de encina Od.10.242, Hp.Vict.2.55, Pherecr.13, Amphis 38, Cratin.180, Arist.HA 595a29, Thphr.HP 3.16.3, Theoc.5.94, Nic.Al.261.
2 adorno en forma de bellota ὅρμος χρυσōς ἀκύλον IG 13.386.62 (V a.C.), cf. 22.1544.11 (Eleusis IV a.C.).
• Etimología: Prob. prést.
Greek Monolingual
ο, η (Α ἄκυλος)
ονομασία που έδιναν παλαιότερα στον καρπό του πρίνου
αρχ.
είδος βαλανιδιού που δινόταν στους χοίρους μαζί με το κοινό βαλανίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας
αβέβαιη είναι η σύνδεση της λ. με το ουσ. άκολος «ψίχουλο» και με το ρ. της σανσκρ. aśnāti «τρώγω»].
Greek Monotonic
ἄκῠλος: ὁ, (ἡστονΘεόκρ.) βελανίδι, ο καρπός του λιόπουρνου, του πρίνου, σε Ομήρ. Οδ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m. and f.
Meaning: `the edible acorn of Quercus ilex (κ 242).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Connections with Skt. aśnā́ti eat or ἄκολος are improbable. Rather a substr. word (Fur. 255 n. 32, because of ἀκυλαῖον; -υλ- is a frequent Pre-Greek suffix).
Middle Liddell
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἄκυλος -ου, ὁ, ἡ eikel (van de steeneik, quercus ilex).
Frisk Etymology German
ἄκυλος: {ákulos}
Grammar: m. und f.
Meaning: die eßbare Eichel, Frucht der Steineiche (κ 242, Pherekr., Arist., Theok., Thphr. u. a.).
Etymology : Von Solmsen KZ 34, 79 und Persson Beitr. 825f. mit aind. aśnā́ti essen verbunden. Hypothetisch. Vgl. ἄκολος.
Page 1,61