ἐπιστατητέον

From LSJ
Revision as of 13:05, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιστᾰτητέον Medium diacritics: ἐπιστατητέον Low diacritics: επιστατητέον Capitals: ΕΠΙΣΤΑΤΗΤΕΟΝ
Transliteration A: epistatētéon Transliteration B: epistatēteon Transliteration C: epistatiteon Beta Code: e)pistathte/on

English (LSJ)

A one must oversee, superintend, c. dat., Pl.R. 377b,401b: c.gen., X.Oec.7.35.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιστᾰτητέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἐπιστατέω, δεῖ ἐπιστατεῖν, μετὰ δοτ., Πλάτ. Πολ. 377Β, 401Β· μετὰ γεν., Ξεν. Οἰκ. 7. 35· ἴδε Λοβ. Φρύν. 766.

Greek Monotonic

ἐπιστᾰτητέον: ρημ. επίθ. του ἐπιστατέω, αυτό που πρέπει να εποπτευθεί, να ελεγχθεί, να επιτηρηθεί, με δοτ., σε Πλάτ.· με γεν., σε Ξεν.