σαώτης
From LSJ
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
English (LSJ)
ου, ὁ, (σαόω) poet. for σωτήρ, epithet of Dionysus, AP9.603 (Antip.), Paus.2.37.2.
Greek (Liddell-Scott)
σαώτης: -ου, ὁ, (σαόω) ποιητ. ἀντὶ σωτήρ, ἐπίθετ. τοῦ Διονύσου, Ἀνθ. Π. 9. 603, Παυσ. 2. 37, 2.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
σαώτης: -ου, ὁ (σαόω), ποιητ. αντί σωτήρ, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
σαώτης: ου ὁ Anth. = σωτήρ II.