ἀγάμητος
From LSJ
English (LSJ)
v. ἀγάμετος.
German (Pape)
[Seite 8] ὁ, ἡ, Soph. frg. bei B. A. 336, und Komiker nach Poll. 3, 47, = ἄγαμος, unverheirathet.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγάμητος: -ον, σπανιώτερος τύπος ἀντὶ τοῦ ἄγᾰμος, Κωμικὸς παρὰ Πολυδ. Γ.47:-τύπος ἀγάμετος ἀναφέρεται ἐκ τοῦ Σοφοκλ. (Ἀποσπ. 798) ἐν τοῖς Α.Β. ὅρα Λοβ. Φρύν. 514.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰγᾰ-]
no casado, Com.Adesp.770.
Russian (Dvoretsky)
ἀγάμητος: Soph. = ἄγαμος.