ἀμάνδαλος

From LSJ
Revision as of 10:15, 20 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμάνδαλος Medium diacritics: ἀμάνδαλος Low diacritics: αμάνδαλος Capitals: ΑΜΑΝΔΑΛΟΣ
Transliteration A: amándalos Transliteration B: amandalos Transliteration C: amandalos Beta Code: a)ma/ndalos

English (LSJ)

v. ἀφανής, as if ἀμάλδανος fr. ἀμαλδύνω, Alc. 123.

German (Pape)

[Seite 115] = ἀφανής, Alcaeus bei E. M. u. dav. ἀμανδαλόω, = ἀφανίζω, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμάνδᾰλος: ἀφανής, ὡς εἰ ἦτο ἀμάλδανος ἐκ τοῦ ἀμαλδύνω, Ἀλκαῖος 122, Ἐτυμ. Μ. 76. 51.

Spanish (DGE)

(ἀμάνδᾰλος) -ον
• Prosodia: [ᾰ-]
oscurecido, aniquilado Alc.404.
• Etimología: Prob. por disim. de *ἀμαλδαλος, de la raíz de ἀμαλδύνω q.u.

Greek Monolingual

ἀμάνδαλος, -ον (Α)
αφανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη συνδέεται ετυμολογικά με το ρ. ἀμαλδύνω «μαλακώνω, αμβλύνω», και προήλθε από ἀμάλδαλος (< ἀμαλδύνω) με ανομοίωση.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμανδαλῶ].