ἀμφορίτης
From LSJ
English (LSJ)
[ῑ] ἀγών, ὁ, race A run by bearers of amphorae, and of which an amphora was prize, Call.Fr.80 (ap.Sch.Pi.O.7.156); ἀμφιφορίτης EM95.3. II keptin ἀμφορεῖς, [ἔλαιον] PSI5.535.31 (iii B.C.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφορίτης: ἀγὼν [ῑ], ὁ, ἀγὼν ἐν ᾧ οἱ ἀγωνιζόμενοι ἔτρεχον βαστάζοντες ἀμφορεῖς, τὸ δὲ ἆθλον ἦτο εἷς ἀμφορεύς, Καλλίμ. (Ἀποσπ. 80) παρὰ τῷ Σχολιαστῇ τοῦ Πινδ. Ο. 7. 156· πρβλ. Μυλλέρ. Αἰγινητ. Σ. 24, καὶ ἴδε τὴν λέξ. ὑδρία. - Ἐν τῷ Ἐτυμολ. Μ. 95. 3 εὕρηται καὶ ἀμφιφορίτης.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): ἀμφιφορίτης EM 1225
• Prosodia: [-ῑ-]
1 carrera de portadores de ánforas llamada tb. Ὑδροφόρια Call.Dieg.8.21 (Fr.198), cf. Sch.Pi.O.7.156b, EM l.c.
2 adj. guardado en ánforas, de ánfora (ἔλαιον) PSI 535.31 (III a.C.).