ἀρετηφόρος
From LSJ
English (LSJ)
[ᾰ], ον, A virtuous, Phld.Rh.1.217S., Mort.35.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρετηφόρος: -ον, ἐνάρετος, Φιλοδήμ. Ρητ. σ. 74. 8, ἔκδ. Gros, πρβλ. αὐτόθι 163.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): poét. ἀρεταφόρος Lindos 487.23 (III d.C.)
• Prosodia: [ᾰ-]
1 virtuoso, excelente ἄνδρες Phld.Rh.1.217, cf. Mort.35.
2 subst. ἡ ἀ. el que lleva al bien del camino de subida a un templo Lindos l.c.
Greek Monolingual
ἀρετηφόρος, -ον (Α)
ο ενάρετος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρετή + -φορος < φέρω.