ἐγκόλαμμα
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
ατος, τό, A anything engraven, LXX Ex.36.13 (39.6); engraved inscription, Inscr.Prien.42.9 (pl.).
German (Pape)
[Seite 709] τό, das Eingegrabene, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκόλαμμα: τό, πᾶν ἐγκολαπτόν· ‒ ἐνκολάμματα Ἐπιγρ. Πριήνης, L. et W. 206· ‒ δι. γραφ. παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΛΘʹ, 5) ἀντὶ ἐκκόλαμμα.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Grafía: graf. ἐνκ- IPr.42.9 (II a.C.)
inscripción sobre piedra IPr.l.c.