ἐννεάδεσμος
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
English (LSJ)
ον, A with nine joints, many-jointed, Nic.Th.781.
German (Pape)
[Seite 846] mit neun Bändern, Gelenken, Nic. Th. 780.
Greek (Liddell-Scott)
ἐννεάδεσμος: -ον, ὁ συνεχόμενος δι’ ἐννέα δεσμῶν ἢ ἁρμῶν, Νικ. Θηρ. 781.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
que tiene nueve ligaduras, e.d., que tiene muchas articulaciones o coyunturas σφόνδυλοι Nic.Th.781.
Greek Monolingual
ἐννεάδεσμος, -ον (Μ)
αυτός που συγκρατείται με εννέα δεσμούς ή αρμούς.