ἀμφιέλικτος
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
English (LSJ)
όν, revolving, of stars, Arat. 378; winding, περίπλοος DP. 466.
German (Pape)
[Seite 138] im Kreise herumgedreht, sich herumdrehend, τροχός u. ähnl., sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιέλικτος: -ον, ὁ περιστρεφόμενος κύκλῳ, ὡς στρέφεται ὁ τροχός, ἡ σελήνη, κτλ. Ἄρατ. 378: πρβλ. ἀμφελικτός.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἀμφελικτός E.HF 398
1 enrollado en espiral de una serpiente, E.l.c., cf. Nonn.D.35.216
•sinuoso περίπλοος D.P.466, σχῆμα ... ἀμφιέλικτον ... Κασπίης D.P.718.
2 que serpentea, que avanza en zig zag de una serpiente, Nonn.D.25.523
•que gira en círculo de las estrellas, Arat.378.