περίπλοος
λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead
English (LSJ)
περίπλοον, contr. περίπλους, περίπλουν,
A sailing round, ἡγητὴρ π. AP9.559 (Crin.).
II Pass., that may be sailed round, π. ἐστὶν ἡ γῆ Th. 2.97; κολωνός Philostr.Im.2.17.
III τὸν Ἰσθμὸν περίπλουν ἐργαζόμενος making it a passage by water, Id.VA4.24.
IV enfolding, σὺν λοβοῖς πολλάκις κοίλῃ περιπλόοις enfolding the vena cava, Hp.Ep. 23.
περίπλοος, ον, contr. περίπλους, gen. πλου, nom. pl. -πλοι:—
A circumnavigation, c. gen., τὸν π. τοῦ Ἄθω Hdt.6.95; περὶ Πελοπόννησον Th. 2.80, cf. 8.4; τὸν π. τὸν εἰς Κέρκυραν Aeschin.3.243; esp. round the enemy's fleet, X.HG1.6.31: metaph., of a journey by land, Call.Fr. 278; of the journey of the soul in transmigration, Diog.Oen.35.
II account of a coasting voyage (opp. περίοδος of a land-journey), γράφειν τὸν π. τῆς ἔξω θαλάσσης Luc.Hist.Conscr.31: Periplus is the title of several geograph. works, still extant, by Scylax, Agatharchides, Arrian, etc.
German (Pape)
[Seite 588] zsgzgn περίπλους, pl. περίπλοι, die Umschiffung; der Ort, den man umfährt, steht im gen.; Her. 6, 95; Thuc. 2, 80 u. öfter; Sp., wie Luc. hist. conscr. 31. zsgzgn περίπλους, 1) act. umschiffend. – 2) pass. umschifft, umschiffbar, αὕτη περίπλους ἐστὶν ἡ γῆ τὰ συντομώτατα, Thuc. 2, 97.
French (Bailly abrégé)
1οος, οον;
autour duquel on peut naviguer.
Étymologie: περιπλέω.
2όου (ὁ) :
1 navigation autour, particul. croisière autour;
2 périple, relation d'un voyage par mer autour d'un pays ; description des côtes.
Étymologie: περιπλέω.
Russian (Dvoretsky)
περίπλοος:
I стяж. περίπλους 2
1 плавающий вокруг, совершающий круговое плавание (ἡγητήρ Anth.);
2 оплываемый: αὕτη π. ἐστὶν ἡ γῆ τεσσάρων ἡμερῶν Thuc. этот край можно объехать на корабле за четыре дня.
II стяж. περίπλους ὁ
1 объезд по морю (ὁ π. τοῦ Ἄθω Her.; ὁ π. περὶ Πελοπόννησον Thuc.): διέκπλους καὶ π. Thuc. прорыв и обход (неприятельского флота);
2 переезд по морю (εἰς Κέρκυραν Aeschin.);
3 перипл, описание морского путешествия (γράφειν τὸν περίπλουν τῆς θαλάσσης Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
περίπλοος: -ον, συνῃρ. -πλους, -ουν, ὁ περιπλέων, ἡγητὴρ π. Ἀνθ. Π. 9. 559. ΙΙ. Παθητ., ὃν δύναταὶ τις νὰ περιπλεύσῃ, π. ἐστὶν ἡ γῆ Θουκ. 2. 97.
Greek Monotonic
περίπλοος: ὁ, συνηρ. -πλους, γεν. -πλου, ονομ. πληθ. -πλοι (πλέω)·
I. πλεύση γύρω από ένα μέρος, με γεν., σε Ηρόδ.· περὶ τόπον, σε Θουκ.
II. αφήγηση παράκτιου θαλάσσιου ταξιδιού, σε Λουκ.
• περίπλοος: -ον, συνηρ. -πλους, -ουν (πλέω),
I. αυτός που πλέει ολόγυρα, σε Ανθ.
II. Παθ., αυτό που μπορεί κανείς να πλεύσει γύρω του, σε Θουκ.
Middle Liddell
περί-πλοος, ὁ, πλέω
I. a sailing round a place, c. gen., Hdt.; περὶ τόπον Thuc.
II. the account of a coasting voyage, Luc.