δρακοντογενής
From LSJ
οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
English (LSJ)
ές, A dragon-gendered, of Thebans, Sch.S.Ant.126.
German (Pape)
[Seite 664] ές, von Drachen entstammt, Thebaner, Schol. Soph. Ant. 126.
Greek (Liddell-Scott)
δρᾰκοντογενής: -ές, ὁ ἐκ δράκοντος γεννηθείς, ἐπὶ τῶν Θηβαίων, Σχόλ. Σοφ. Ἀντ. 126.
Spanish (DGE)
-ές
dracontígeno, de la estirpe del dragón de los tebanos, Sch.S.Ant.126P.
Greek Monolingual
δρακοντογενής, -ές (AM)
γεννημένος ή καταγόμενος από δράκοντα.