μικρὰ παρεμπορευσαμέναις τῆς ἀφροδίτης → little love commerce, little divertisements with Aphrodite
-η, -οαυτός που έχει βαθύ, σκούρο χρώμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + χρώμα (πρβλ. άχρωμος). Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς).